- εξαρμόζω
- μετ. разбирать на части, демонтировать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξαρμόζω — (AM ἐξαρμόζω) διαλύω τους αρμούς, αποσυνδέω από τις αρμογές, αποσυνθέτω μσν. εξαρμόζομαι παθαίνω εξάρθρωση … Dictionary of Greek
αρμόζω — (AM ἁρμόζω, Α και ττω) 1. συνδυάζω, συνενώνω 2. είμαι κατάλληλος για κάτι 3. (μτχ.) ο αρμόζων (Α και ἁρμόττων) ο κατάλληλος 4. απρόσ. αρμόζει ταιριάζει, πρέπει αρχ. 1. συνενώνω, συγκολλώ 2. δένω σφιχτά 3. εφαρμόζω το δίκαιο 4. βάζω σε τάξη,… … Dictionary of Greek
εξάρμοση — η (Μ ἐξάρμοσις) [εξαρμόζω] λύση τής αρμογής, αποσύνδεση, λύσιμο, ξήλωμα, ξεμοντάρισμα («εξάρμοση μηχανής») μσν. εξάρθρωση … Dictionary of Greek
εξαρμοστήρας — ο [εξαρμόζω] όργανο που χρησιμοποιείται για την εξάρμοση, δηλ. τη διάλυση τών μηχανών … Dictionary of Greek